ἀκουστός

ἀκουστός
-ή,-όν + A 4-2-12-2-3=23 Gn 45,2; Ex 28,35; Dt 4,36; 30,13; JgsA 13,23
heard, audible Gn 45,2
καὶ οὐκ ἂν ἀκουστὰ ἐποίησεν ἡμῖν ταῦτα and he would not have made us hear these things, and he would not have proclaimed them to us JgsA 13,23
→ADRADOS

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκουστός — heard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουστός — –ή, ό (Α ἀκουστός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή νεοελλ. 1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος 2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι αρχ. (με άρν.) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακουστός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μπορεί ν ακουστεί: Ο λόγος του ήταν ακουστός και σ αυτούς που βρίσκονταν μακριά. 2. φημισμένος, ξακουστός: Αποφάσισαν τότε να πάνε σ έναν ακουστό γιατρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκουστόν — ἀκουστός heard masc acc sg ἀκουστός heard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστοῖς — ἀκουστός heard masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστοί — ἀκουστός heard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστούς — ἀκουστός heard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστῆς — ἀκουστός heard fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστή — ἀκουστός heard fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστῷ — ἀκουστός heard masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσθ' — ἀκουστά̱ , ἀκουστής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc voc sg ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc nom sg (epic) ἀκουσταί , ἀκουστής hearer masc nom/voc pl ἀκουστά , ἀκουστός heard neut nom/voc/acc pl ἀκουστά̱ , ἀκουστός heard… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”